Salt & Water
Δεν ξέρω πώς να τελειώσω αυτή τη μέρα που έχει ήδη γίνει νύχτα.
Δεν ξέρω πώς κι έτσι θα τελειώσει μόνη της, μάλλον ήσυχα.
Ακούω ξανά και ξανά το ίδιο τραγούδι. Είναι ένα από τα μαγικά που κάνω. Κουλουριάζομαι μέσα σ’ένα τραγούδι κι έτσι είμαι κάπου.
Δεν ξέρω γιατί αλλά όταν βρέχει πολύ, σκέφτομαι τους νάρκισσους της ζωής μου. Τους φαντάζομαι ολόγυμνους, στη δυνατή βροχή, στη μέση έρημων λεωφόρων, ν’αυνανίζονται παθιασμένα κοιτώντας τον ουρανό με κλειστά μάτια.
Το νερό πέφτει πάνω τους κι εκείνοι συνεχίζουν να τον παίζουν με βρεγμένες χούφτες και φουσκωμένες φλέβες και σφιγμένους μύες και είναι τόσο όμορφοι κι ερωτικοί και εφιαλτικά απορροφημένοι και τους νιώθω τόσο κοντά μου πίσω από τη διαχωριστική βροχή…
Είναι η βροχή που μας χωρίζει.. Είναι η βροχή που τους τυφλώνει.
Καμιά φορά θυμώνω μαζί τους.
Τότε κρατάω την εικόνα αλλά τους βάζω να φοράνε κάλτσες.
Και γίνονται γελοίοι. Δεν γελάω ποτέ. Η γελοιότητα μου έφερνε πάντα θλίψη και στο τέλος της νύχτας δεν έχω άλλο καταφύγιο από το ενήλικο, διπλό κρεβάτι μου.
Ένας ποιητής έγραψε πως για ν’αποκοιμηθεί, κλείνει τα μάτια και τους συγχωρεί έναν έναν όλους. Πώς να συγχωρήσεις κάποιον που έχει, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, πεθάνει?
Πώς να τον συγχωρήσεις όταν δεν μπορείς πια να πεις «ας είναι καλά ό,τι κι αν κάνει»…
Είναι οι αναπόδραστες αυτές λεπτομέρειες που στοιβάζουν ανοιχτούς φακέλους γεμάτους απλήρωτους λογαριασμούς πάνω στο γραφείο σου. Οι φωνές σε κάποιον που λείπει. Ένα υπόκωφο «δεν πρόκειται να μ’αγαπήσεις ποτέ» που δεν το πιστεύεις και το ακούν μόνο, τα λάθος αυτιά. Είναι τα δάκρυα που στέγνωσαν μέσα σου αφήνοντας στάμπες και κρούστες αλατιού.
Πώς να υποσχεθείς γλυκύτητα όταν γλύφεις τις αλμυρές πληγές σου.
Χίλιες γλώσσες χρειάζεσαι. Να σε γλύψουν με φροντίδα χίλιες γλώσσες.
Ανοίγω ένα βιβλίο στη σελίδα 253. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ, το μυαλό μου ταξιδεύει ιλιγγιωδώς. Πιάνεται αυτό σαν ταξίδι? Μάλλον όχι. Εδώ μετράει μόνο ο προορισμός που είναι να θυμηθώ ότι υπάρχω κι έξω από τον εαυτό μου.
Διαμορφώνομαι μέσα σε όλα αυτά τα άγνωστα βλέμματα που όμως έχουν σάρκα και οστά.
Κινούμαι μέσα σε όλα αυτά τα ανοικεία μέρη που όμως με φιλοξενούν αδιαμαρτύρητα.
Μεγαλώνω σε σελίδες άπειρων ημερολογίων γεμάτων κουτάκια που δεν θα σημαδέψω ποτέ.
Γίνομαι απόσπασμα κάποιας ζωής, κάποιου, κάπου, κάποτε.
Σε παρακαλώ, θα ‘θελες να μου κρατάς το χέρι?
How I fell into her arms
Her warm and loving arms
»She said: You can never be free
You can never be like me
Now I’m a mad dog and I’ll be
Now you honey on my tree
Whether sweet tomorrow
In the mellow wallow
Oh there’s still time to borrow
And in the mellow wallow, yeah
We will never have it all»
Το όνειρο είναι να γίνεις η ζωή κάποιου, κάπου, κάποτε; Πώς θα αντέχεις τότε τη γελοιότητα, που θα φέρνει η καλτσομένη μόνιμη παρουσία του στο διπλό σας κρεβάτι;
* ggl, σε σκεφτόμουν χθες γιατί περιτριγύριζα κάτι σχετικό με το τελευταίο σου ποστ! Πολλά χρόνια θα ζήσεις, τα μεγάλα πνεύματα συναντιούνται κτλ, λοιπόν! 🙂
Το «όνειρο» μάλλον, είναι να μην ξαναμπώ στο φαύλο κύκλο που περιγράφεις και respect για την ευστοχία.
Άλλωστε, το «αστείο» και το «γελοίο», βρίσκονται κι αυτά στα μάτια εκείνου που κοιτάζει.. 😉